- αυτοβαφής
- ης, ες самозакаливающийся (о стали)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοβαφής — αὐτοβαφής, ές (Α) αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα … Dictionary of Greek
αὐτοβαφής — self dipped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοβαφῆ — αὐτοβαφής self dipped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοβαφής self dipped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοβαφής self dipped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοβαφές — αὐτοβαφής self dipped masc/fem voc sg αὐτοβαφής self dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)